Ιδεολογίες και Ελληνική Εθνική Στρατηγική

kondylis_20os«Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε «δεξιά», ού­τε «αριστερή», ούτε «εθνικιστική», ούτε «διεθνιστική». Είναι τα πάντα, ανάλογα με τίς επιταγές της συγκεκριμένης κατά­στασης.»

Παναγιώτης Κονδύλης

Αφ’ ότου ήρθε στο προσκήνιο το Κυπριακό ως σήμερα -δη­λαδή επί μισόν αιώνα- όχι λίγες ήττες επεσώρευσε στην Ελλάδα η, πανθομολογούμενη άλλωστε, ανυπαρξία μιας μακρο­πρόθεσμης εθνικής στρατηγικής, αποδεκτής από τον κύριο κορμό του πολιτικού κόσμου και επεξεργασμένης χάρη στη σύμπραξη πολιτικών, διπλωματών, στρατιωτικών και επιστη­μόνων. Έχοντας την εμπειρία τούτη δεν χρειάζεται να διαθέ­τει κανείς το προφητικό χάρισμα για να προβλέψει ότι στο μέλλον πολλά θα εξαρτηθούν από το αν θα πραγματοποιηθεί τώρα ότι δεν έγινε στο παρελθόν.

Δύο παράγοντες επέδρα­σαν, και εξακολουθούν να επιδρούν, αρνητικότατα: η λειτουργία του πολιτικού συστήματος και η εμπλοκή σε ιδεολο­γήματα. Ο πολιτικός κόσμος δεν βρέθηκε στο ύψος των περιστάσεων όχι μόνον γιατί οι α ή β εκπρόσωποι του έλαβαν συχνά τις α ή β εσφαλμένες αποφάσεις στο α ή β ζήτημα, αλλά και επειδή στο σύνολο του δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα πάγιο και αθόρυβο θεσμικό πλαίσιο ικανό να εξουδετε­ρώνει κατά το δυνατόν τους πειρασμούς κομματικής εκμε­τάλλευσης των εθνικών θεμάτων. Η ανικανότητα προς αυτο­συγκράτηση είναι κατ” εξοχήν γνώρισμα εφηβικής ανωριμό­τητας. Και το γεγονός ότι ο ένας επιρρίπτει την ευθύνη στον άλλον αποδεικνύει απλώς ότι ενέχονται όλοι.

Η επιρροή ιδεολογημάτων σε θέματα εθνικής στρατηγικής ανάγεται γενικότατα στο ότι το νεοελληνικό κρατίδιο αναγκάσθηκε εξ αρχής να αντισταθμίσει, την ιστορική του καχεξία με υπεραυτάρεσκους μύθους. Γίναμε έτσι λαός που τέρπεται παράγοντας λήρους και χορταίνει καταναλίσκοντας ανεμώλια έπη. Η αιτιολογία όμως δεν αποτελεί δικαιολογία, ούτε εν­δείκνυται ως πραξεολογία. Αντίθετα: επιβιώνει όποιος αντι­στέκεται στους ίδιους του τους μύθους και καταποντίζεται οποίος τους πιστεύει μέχρις εσχάτων. Στή σημερινή συγκυ­ρία, δύο αντιτιθέμενα ιδεολογήματα παρακωλύουν, κοντά στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, την κατάστρωση καί την εφαρμογή μιας νηφάλιας εθνικής στρατηγικής: ασαφή καί άποδυναμούμενα στοιχεία ενός γηγενούς εθνικισμού και εξίσου ασαφή, αλλά ενισχυόμενα άναμασήματα ενός ξενό­φερτου ειρηνισμού και οικουμενισμού.

Οι εθνικιστικές από­ψεις, των οποίων η επικράτηση σε διάφορες φάσεις του Κυ­πριακού και του Μακεδονικού έβλαψε ουσιαστικά τη χώρα, τείνουν π.χ. να εξηγούν τη διαμάχη Ελλάδας και Τουρκίας με το ιστορικό παρελθόν και με φυλετικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες, αποδίδοντας τη συμπεριφορά της δεύτερης στον «ασιατικό» και «βάρβαρο» χαρακτήρα της, τον οποίο αντι­παραθέτουν στον «ελληνικό πολιτισμό» και στην «τρισχιλιετή ιστορία» του. Αρκεί μια υπόθεση για να δούμε πόσο α­στήρικτα είναι όλα αυτά. Αν η ομόδοξη μας Σερβία είχε 60 εκατ, κατοίκους και ηγεμόνευε στα Βαλκάνια, ζητώντας να κατεβεί στη Θεσσαλονίκη, και η Τουρκία είχε 20 ή 30 εκατ. κατοίκους και αισθανόταν να απειλείται εξ ίσου από τη σερ­βική επέκταση, τότε η Ελλάδα και η Τουρκία θα ήσαν εγκάρ­διοι φίλοι και σύμμαχοι. Οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική – όχι το παρελθόν, ούτε η φυλή και ο πολιτισμός. Η φυλετική και πολιτισμική υποτίμηση της Τουρκίας ενέχει τον κίνδυνο της στρατηγικής της υποτίμησης, αφού συνεπάγεται ότι η δήθεν ανώτερη ελληνική ποιότητα μπορεί να εξουδετερώσει την τουρκική ποσότητα· είναι βέβαια γνωστό πώς τιμωρείται η στρατηγική υποτίμηση του αντιπάλου όταν, π.χ., παρασύρει στην κήρυξη ενός πολέμου. Η αύξουσα γενική υπεροχή της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια έχει εξαναγκάσει την εθνικι­στική υπεροψία πολλών Ελλήνων να χαμηλώσει αισθητά τους τόνους της. Ωστόσο στο σύνολο της η ελληνική πλευρά δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τις συνέπειες της πληθυσμιακής καί οικονομικής ανόδου της Τουρκίας, και μάλιστα της βαθμιαίας μετατροπής της σε βιομηχανική δύναμη.

Οι ειρηνιστές και οικουμενιστές ή «ευρωπαϊστές» έχουν τον δικό τους τρόπο για να παρακάμπτουν τις οδυνηρές πραγματικότητες και την ψύχραιμη στρατηγική τους ανάλυση. Οι ίδιοι φαντάζονται ότι είναι πιο ρεαλιστές, αφού ξεπέρασαν τους «εθνικούς αταβισμούς» και συμπορεύονται με τη νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου τάχα το εμπόριο και ο διάλογος θα αντικαταστήσουν τον πόλεμο. Οι θέσεις όμως αυτές διόλου δεν είναι ρεαλιστικότερες από τις πομφόλυγες του εθνικισμού, συνιστούν απλώς την αντίστροφη ιδεολογία, και μάλιστα μιαν ιδεολογία διόλου πρωτότυπη, αφού δεν περιέχει παρά κοινοτοπίες του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού διατυπωμένες πριν από 300 χρόνια και διαψευσμένες επανει­λημμένα έκτοτε.

Όντας ιδεολογία, εκπληρώνουν και τις ψυ­χολογικές λειτουργίες της ιδεολογίας, δηλαδή επιτρέπουν σε «προοδευτικούς» διανοουμένους ελαφρών βαρών και σε αστείους δημοσιογραφίσκους να αναβαθμίζουν το μικρό τους εγώ εμφανιζόμενοι ως εκπρόσωποι υψηλών ιδεωδών συνάμα υποθάλπουν σε μικρομεσαίους πολιτικούς την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι μπορούν να συρρικνώσουν την πολιτική σε διαχείριση και διάλογο, αποτινάζοντας από τους ισχνούς ώ­μους τους το βάρος εσχάτων ιστορικών ευθυνών. Τέτοιοι δια­νοούμενοι και τέτοιοι πολιτικοί επιχειρηματολογούν σε ζητή­ματα εθνικής στρατηγικής κάνοντας το μοιραίο λάθος να προ­εξοφλούν γενικότερες εξελίξεις που διόλου δεν είναι βέβαιες και που, έστω και αν ευοδωθούν, βρίσκονται ακόμη στην αρχή τους και επιφυλάσσουν πολλά απρόοπτα. Μιλούν και πράττουν, λοιπόν, σαν να υπήρχε ήδη μια ενιαία Ευρώπη, σαν να υπήρχε ήδη ένας ενιαίος κόσμος και σαν να μην ήταν δυ­νατό να αντιστραφούν οι τάσεις· ιδιαίτερα ως προς την ενι­αία Ευρώπη σφάλλουν ταυτίζοντας προκαταβολικά τα συμ­φέροντα της με τα συμφέροντα των Ελλήνων. Όταν προεξο­φλούνται αισιόδοξα οι γενικότερες εξελίξεις, τότε οι στρατη­γικές συζητήσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν σε βάθος. Γι” αυτό και πλείστοι όσοι είρηνιστές και οικουμενιστές εκφρά­ζουν ανοιχτά την εχθρότητα τους απέναντι σε τέτοιες συζητή­σεις, ιδίως όταν υπεισέρχονται σε στρατιωτικά θέματα και πολεμικά ενδεχόμενα. Νομίζουν ότι λύνουν προβλήματα μόνο και μόνο επειδή εκστρατεύουν εναντίον του «εθνικιστικού φανατισμού». Η συχνότατα όμως μισαλλόδοξη συμπεριφορά τους αποδεικνύει για μιαν επί πλέον φορά ότι ό φανατισμός εναντίον του φανατισμού μπορεί να είναι ακόμη πιο στενοκέ­φαλος από τον απλό φανατισμό.

Καμία ουσιαστική στρατηγική συζήτηση δεν είναι δυνατή αν δεν αφήσει στην άκρη τόσο τα εθνικιστικά όσο και τα ει­ρηνιστικά ιδεολογήματα στόχος της είναι ακριβώς η υπέρβαση τους. Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε «δεξιά», ού­τε «αριστερή», ούτε «εθνικιστική», ούτε «διεθνιστική». Είναι τα πάντα, ανάλογα με τίς επιταγές της συγκεκριμένης κατά­στασης. Αλίμονο στη χώρα και στην πολιτική της ηγεσία αν ερμηνεύει τη συγκεκριμένη κατάσταση με βάση «δεξιές» ή «αριστερές» προτιμήσεις, αντί να προσαρμόζει τις προτιμήσεις στην κατά το δυνατόν ψυχρή ερμηνεία της συγκεκριμέ­νης κατάστασης.

Κάθε εθνική στρατηγική, εφόσον περιορίζε­ται στον σχεδιασμό των εκάστοτε επιθυμητών εξελίξεων, εί­ναι καταδικασμένη σε μονομέρεια καί δυσκαμψία, δηλαδή σε πρακτικό αδιέξοδο. Λόγος της ύπαρξης της είναι η κάλυψη όλων των ενδεχομένων, των περισσότερο καί των λιγότερο ευχάριστων. Και το φάσμα των ενδεχομένων το καταγράφει η υπεύθυνη ηγεσία ακούγοντας χωρίς προκαταλήψεις όλο το φάσμα των απόψεων καί των προτάσεων, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται.

Όπως διάφοροι «ελληνοκεντρικοί» οφείλουν να μάθουν ότι η «Δύση» δεν είναι μόνον η «τεχνική» και η «λατρεία της ύλης», στην οποία αυτοί αντιτάσσουν με υπεραπλουστευτική ευκολία το «πνεύμα» και την «ψυχή» της«ορθόδοξης Ανατολής», έτσι και όσοι επείγονται, να «εξ­ευρωπαϊσθούν» καλά θα έκαναν να μην αυταπατώνται ταυ­τίζοντας τη Δύση με τη δυτική προπαγάνδα («ορθολογισμός», «διάλογος», «ανθρώπινα δικαιώματα» κ.τ.λ, κ.τ.λ.). Θα ωφε­λούσαν την Ελλάδα περισσότερο αν, π.χ., μιμούνταν τον τρόπο με τον όποιο διεξάγονται οι στρατηγικές συζητήσεις στη Γαλλία, στην Αγγλία ή στις ΗΠΑ. Τα πάντα, ακόμη και τα πιο απίθανα σενάρια πολέμου, γίνονται εδώ αντικείμενο εξέ­τασης και στάθμισης, και το κύριο μέλημα των αναλυτών δεν είναι να εκφράσουν τα ιδεολογικά τους γούστα (λες και δεν υπάρχει σοβαρότερο πράγμα στον κόσμο από αυτά), παρά να εξονυχίσουν δεδομένα και δυνατότητες προκειμένου να διευκολύνουν την υπεύθυνη ηγεσία στο έργο της. Η προσπά­θεια επιβολής ιδεολογικής λογοκρισίας στις στρατηγικές συ­ζητήσεις, όσο και αν καλύπτεται πίσω από υψιπετείς ηθικο­λογίες, δεν αποτελεί μόνον ένδειξη πνευματικού επαρχιωτι­σμού. Προ παντός βλάπτει τον τόπο.

Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η εθνική μας στρατηγική είναι σήμερα υποχρεωμένη να έχει προ ο­φθαλμών ένα ευρύτατο φάσμα πιθανών εξελίξεων, που αρχίζει από τον συμβιβασμό, έστω και με απώλειες, και τελειώνει στον πόλεμο. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στις σχέσεις με την Τουρκία. Η διαφορά του γεωπολιτικού δυναμικού ανάμεσα στις δύο χώρες αυξάνεται συνεχώς υπέρ της Τουρκίας, και σε 20-30 χρόνια θα είναι αβάσταχτη για την ελληνική πλευρά. Στην προοπτική αυτή μου φαίνεται προφανές ότι ένας συμβι­βασμός θα αποτελούσε για την Ελλάδα το μικρότερο κακό, ακόμη και αν παραχωρούσε κάτι από ό,τι θεωρεί αυτή τη στιγμή κυριαρχικό της δικαίωμα. Ασφαλώς οι εθνικιστές θα αγανακτήσουν με μια τέτοια σκέψη, οφείλουν όμως να ανα­λογισθούν δύο πράγματα: ότι αργότερα η διαπραγματευτική θέση της χώρας θα είναι χειρότερη και ότι οι ολιγωρίες ή τα σφάλματα των περασμένων δεκαετιών έχουν το πικρό τους τίμημα. Αυτά όμως διόλου δεν σημαίνουν ότι οι ειρηνιστές δικαιούνται να θριαμβολογούν εκ των προτέρων. Γιατί για να συναφθεί ένας τέτοιος συμβιβασμός απαιτείται η βεβαιότητα ότι αυτός θα είναι τελειωτικός, ότι δηλαδή η άλλη πλευρά δεν θα τον χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο νέων αξιώσεων, οπότε σε λίγα χρόνια ή λίγους μήνες θα επιδεινωνόταν ή κατάσταση σε σχέση με πριν.

Όσοι προτείνουν σήμερα διάφορους συμ­βιβασμούς έχουν υπό γενικότατη έννοια δίκιο με βάση τα μακροπολιτικά δεδομένα (αν και οι ίδιοι λιγότερο σκέφτον­ται αυτά τα τελευταία και περισσότερο ελαύνονται από την επιθυμία να φανούν «πολιτισμένοι» άνθρωποι), κανείς τους όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί πολιτικά τη βιωσιμότητα του συμβιβασμού. Και κάτι ακόμη παραβλέπουν οι ειρηνιστές: καθώς θεωρούν αφελώς τον συμβιβασμό υπαγόρευση της «λογικής» και της «ηθικής» και όχι ενός άτεγκτου συσχετι­σμού δυνάμεων, υποτιμούν τη σημασία της στρατιωτικής-αποτρεπτικής ισχύος ακριβώς για τη σύναψη ενός ευπρεπούς συμβιβασμού.

Και οι εθνικιστές όμως, οι πατριώτες κ.τ.λ., που δεν κάνουν το λάθος να υποτιμούν την αποτρεπτική ισχύ, διέπραξαν για λόγους κομματικής ψηφοθηρίας κάτι εξαιρετικά επιζήμιο: ενίσχυσαν επί δύο δεκαετίες την οικο­μική πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού, με αποτέ­λεσμα τη γενικότερη εξάρτηση της δανειοτρεφούς χώρας και την υπονόμευση της αμυντικής της προσπάθειας. Έτσι, αν οι πρώτοι ωραιοποιούν τη σημερινή αδυναμία της Ελλάδας με ειρηνιστικά και αντιεθνικιστικά προπετάσματα, οι δεύτεροι, υποκύπτοντας στη λογική των πελατειακών σχέσεων και διακονίζοντας τις δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, αφαιρούν το ουσιαστικό περιεχόμενο από τις θέσεις τους. Και όπως οι δεύτεροι οφείλουν να κατανοήσουν έμπρακτα, και όχι απλώς ρητορικά, ότι μόνον η εκλογίκευση της οικονομίας σε παραγωγική βάση, δηλαδή η εξοικονόμηση και επένδυση πόρων χάρη στην υπέρβαση του παρασιτικού κατανα­λωτισμού και του πελατειακού συστήματος, μπορεί να στηρίξει την άμυνα της χώρας, έτσι και οι πρώτοι, όταν αντιτάσσον­ται με πάθος ιεροκηρύκων στα εξοπλιστικά προγράμματα, οφείλουν να αντιληφθούν ότι είναι πρακτικά το ίδιο είτε έχεις ένοπλες δυνάμεις με ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό είτε δεν έχεις καθόλου.

Αν οι ειρηνιστές ήσαν συνεπείς, θα έπρεπε να ζητούν ρητά τη διάλυση των ενόπλων δυνάμεων, αφού έτσι κι αλλιώς αποκλείουν τον πόλεμο και πιστεύουν στην παντοδυναμία του «διαλόγου μεταξύ λογικών ανθρώπων». Είναι προφανές γιατί δεν τολμούν να το κάμουν: ακό­μη καί οι ηθικολόγοι φοβούνται τίς λεμονόκουπες. Σε μια πραγματιστική αντίληψη, οι ένοπλες δυνάμεις μπορεί να είναι τόσο μέσο ειρήνης, δηλαδή αποτροπής, όσο και μέσο πολέμου. Μακάρι να είναι το πρώτο. Αλλά, είτε είναι το πρώτο είτε είναι το δεύτερο, απαιτείται η ίδια αρτιότητα. Και αρτιότητα δεν σημαίνει, όπως φαντάζονται πολλοί, να ξοδεύεις και να κατέχεις όσα ο αντίπαλος. Σημαίνει την ικα­νότητα ενός αποφασιστικού (πρώτου) πλήγματος, έστω και από τη θέση του ασθενέστερου. Μόνον οποίος διαθέτει την ικανότητα αυτή δεν φοβάται τον διάλογο σήμερα και δεν θα φοβηθεί αύριο να προχωρήσει σε διεθνώς εγγυημένους και πάγιους συμβιβασμούς. Αντίθετα, όσο πιο αδύνατος είναι κανείς, τόσο περισσότερο πανικοβάλλεται στην ιδέα αδήρι­των συμβιβασμών, φοβούμενος, και δίκαια, ότι αυτή θα είναι η αρχή του τέλους.

Τα παραπάνω δεν εισηγούνται κάποια λύση, αλλά ένα πλαίσιο και μια διαδικασία για την εύρεση της. Επαναλαμβάνω: η χώρα μας βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα ευρύ φάσμα ενδεχομένων, και το νόημα μιας στρατηγικής συζήτη­σης είναι η στάθμιση όλων των υπέρ και των κατά, με γνώμο­να τη συγκεκριμένη κατάσταση και όχι «εθνικιστικές» ή «ειρηνιστικές» συμπάθειες. Θέλησα να δείξω, με όση συντο­μία επέβαλλε ο διαθέσιμος χώρος, ότι και τα δύο αυτά ιδεο­λογήματα ενέχουν αντιφάσεις και εσφαλμένες ερμηνείες. Το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει σήμερα ο τόπος θα ήταν να υποκαταστήσει τη σοβαρή στρατηγική συζήτηση με αντεγκλήσεις μεταξύ εθνικιστών και ειρηνιστών ή «ευρωπαϊ­στών», με κυνήγι μαγισσών και με πνευματική τρομοκρατία προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Φοβούμαι όμως εντονό­τατα ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί. Γιατί όπως ο Κύριος μωραίνει ον βούλεται απολέσαι, έτσι και ένας λαός χάνει την ικανότητα της στρατηγικής σκέψης ακριβώς όταν τη χρειάζεται περισσότερο.

Πηγή: «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα»., Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2000 Σελ. 181-188.



Κατηγορίες:Δοκίμια, Κονδύλης Παναγιώτης

Ετικέτες: